-
1 αλογα
τά (sc. ζῷα) бессловесные существа, т.е. животные Xen., Plat., Plut. -
2 άλογα
-
3 ἄλογα
-
4 αλόγα
η кобыла (тж. груб. о женщине) -
5 ἄλογα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄλογα
-
6 ἀ-νὀητος
ἀ-νὀητος, 1) ungedacht, unverhofft, wunderbar, Η. h. Merc. 80; unbegreiflich, dem νοητός entggstzt, Plat. Phaed. 80 b. – 2) akt., nicht denkend, Plat. Parm. 182 c; nicht einsehend, unverständig, Soph. Ai. 162; oft in Prosa, meist von Menschen, bes. Kindern, vgl. Plat. Gorg. 464 d ἐν ἀνδράσιν οὕτως ἀνοήτοις ὥσπερ οἱ παῖδες; unbesonnen, dem προνοητικός entggstzt, Xen. Mem. 1, 3, 9; δόξαι Plat. Phil. 12 d; πρᾶγμα Gorg. 512 d; ἔγκλημα Xen. Oec. 11, 3; übh. = ἄλογα, Arist. Nic. Eth. 10, 2, 4. Auch im Ggstz von σώφρων, der seine Lüfte nicht beherrscht, so τὰ ἀνόητα, = ἀφροδίσια, Ar. Nubb. 416. – Superl., ἀνοητότατος καὶ ἀφρονέστατος Plat. Conv. 181 b. – Adv. ἀνοήτως, unverständig, ἀνοητότερον διατεϑεὶς πρός τινα Lys. 3, 4.
-
7 ἄ-λογος
ἄ-λογος, 1) unvernünftig, καὶ ϑηριώδης, ἡδονή Plat. Rep. IX, 591 c, u. so öfter Plut.; dem ἔλλογος entgegenges., Arist. Eth. Nic. 10, 2, 1; τὰ ἄλογα, Thiere, Xen. Hier. 7, 3. – 2) widersinnig, abgeschmackt, dem λόγον ἔχον entgegengesetzt, Plat. Soph. 258 e. – 3) unerwartet, Thuc. 6, 46, wo der Ggstz προςδεχομένῳ ἦν; so neben ἀπροςδόκητος Dem. 23, 58, außer der Berechnung liegend. – 4) durch Worte nicht auszudrücken, unaussprechlich, Soph. frg. 241; ἐπιστήμη Plat. Theaet. 201 d; στοιχεῖα 203 b u. öfter; bei den Mathem. irrational; auch sprachlos, σιγή Plat. Legg. III, 696 d; Luc. dom. 1; ἡμέρα, zu öffentlichen Verhandlungen nicht geeignet, Lexiph. 9. – Adv. schweigend, Soph. O. C. 130; widersinnig, dem εἰκότως entgegenges., Isocr. 4, 150; ἀλόγως ἔχειν, unverständig sein, Dem. Lpt. 24 u. öfter, ohne Grund.
-
8 ἔλ-λογος
-
9 αγνωστος
21) неизвестный, неведомый, незнакомый(τινι Hom.)
ἄγνωστον ἐς γῆν Eur. — в неведомую страну2) неузнаваемый(ἄγνωστον τεύχειν τινά Hom.)
3) непонятный4) непознаваемыйἄ. καθ΄ αὑτόν Arst. — непознаваемый в своей сущности5) незнающий(τινος Pind.)
6) бессильный познать, невежественный(δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.)
-
10 αλλάζω
(αόρ. άλλαξα, παθ. αόρ. αλλάχτηκα, μτχ. ηρκ. αλλαγμένος и αλλασμένος) 1. μετ.1) менять, изменять;αλλάζω φύλλο ( — или τό χαβά) — менять тактику, поведение;
αλλάζω την έννοια — извращать смысл;
αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать; — изменить мнение;
αυτό δεν αλλάζει την υπόθεση — это не меняет дела;
2) менять, сменять, переменять;αλλάζω τον αέρα — сменить, переменить климат;
αλλάζω επάγγελμα — сменить квалификацию, переквалифицироваться;
αλλάζω θέση — менять место, пересаживаться;
αλλάζω σπίτι — переезжать на другую квартиру;
γυναίκα (άνδρα) — сменить жену (мужа);αλλάζω ρούχα — сменить одежду, переодеться;
αλλάζω ασπρόρουχα — менять нижнее бельё;
αλλάζω τό μωρό — перепеленать ребёнка;
αλλάζω την πληγή — делать перевязку;
τό μωρό αλλάζει δόντια — у младенца меняются зубы;
αλλάζω δόντια — протезировать зубы;
άλλαξαν τ· άλογα τους они поменялись конями;3) менять, разменивать (деньги); άλλαξε μου ένα εκατοστάρικο разменяй мне сто драхм; 4) пересаживаться, делать пересадку;αλλάζω τραίνο — пересесть на другой поезд;
§ του άλλαξε τον αδόξαστο στο ξύλο он его здорово избил;του άλλαξε τον αδόξαστο στη δουλιά он его за- ставил работать до седьмого пота; 2. αμετ. 1) меняться, измениться;αλλάζω προς — то καλλίτερο — меняться к лучшему;
αλλάζω έκφραση — меняться в лице;
άλλαξαν οι καιροί времени изменились, времена не те;2) сменяться, заменяться;αλλάζει η κυβέρνηση — сменяется правительство;
3) переодеваться; менять бельё;πρέπει να αλλάξω — мне нужно переодеться; — мне нужно сменить бельё;
§ αυτό αλλάζεν απροσ — другое дело;
αν είναι όπως το λες, τότε αλλάζει — если это так, тогда другое дело;
άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα αλλοιώς погов. ничего не изменилось, всё осталось по-прежнему; ≈ перевеска порток на другой гвоздок;ο λύκος κι· αν εγέρασε κν· άλλαξε το μαλλί του ούτε την γνώμην άλλαξε ούτε και την βουλή του (или την κεφαλή του) погов, волк каждый год линяет, да обычай не меняет -
11 άλογο(ν)
-
12 άλογο(ν)
-
13 αφηνιάζω
αμετ.1) понести (о лошадях);τα άλογα αφηνίασαν — лошади понесли;
2) перен. закусить удила; выходить за рамки приличия; распоясаться -
14 ξεζεύ(γ)ω
-
15 ξεζεύ(γ)ω
-
16 πράσινος
η, ο[ν]1) зелёный; 2) зеленеющий; 3) зелёный, неспелый, незрелый;§ πράσινα άλογα — несуразица, абсурд, нелепость
-
17 άλογ'
-
18 ἄλογ'
-
19 τάλογα
-
20 τἄλογα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλόγα — η 1. μεγεθυντικό του άλογο η φοράδα. 2. κοροϊδευτικά για μεγαλόσωμη γυναίκα: Βρε, τι αλόγα είναι αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλόγα — Μικρό νησί στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου κοντά στα ακρωτήρια Σαγάδρα και Καλογεράκι. Έχει μήκος περίπου 1.200 μ. και πλάτος γύρω στα 300 μ. Καθορίζει δύο από τα τρία στόμια του λιμανιού του Μούδρου, το μεσαίο και το δυτικό, προς τον Μαύρο… … Dictionary of Greek
ἄλογα — ἄλογος without neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄλογα — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλογ' — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl ἄλογε , ἄλογος without masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek